- προορχηστηρ
- προορχηστήρπρο-ορχηστήρ-ῆρος ὅ главный танцор Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προορχηστήρ — ῆρος, ὁ, Α [προορχοῡμαι] ο προεξάρχων τού χορού, ο πρώτος χορευτής … Dictionary of Greek
προορχηστῆρα — προορχηστήρ one who leads the dance masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προορχηστῆρας — προορχηστήρ one who leads the dance masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)